χηράμβη

χηράμβη
χηράμβη, , a kind of
A scallop, Archil.198, Sophr.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χηράμβη — ἡ, Α 1. είδος κοχυλιού 2. χηραμβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» (πρβλ. χηραμίς/ ύς «είδος κοχυλιού») και εμφανίζει επίθημα μ βη, όπως και άλλα ον. ζώων (πρβλ. κόλυ μ β ος, σήρα μ β ος)] …   Dictionary of Greek

  • χηράμβης — χηράμβη scallop fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηράμβα — χηράμβᾱ , χηράμβη scallop fem nom/voc/acc dual χηράμβᾱ , χηράμβη scallop fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηράμβας — χηράμβᾱς , χηράμβη scallop fem acc pl χηράμβᾱς , χηράμβη scallop fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμβής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «χηραμβής χηρῶν οἴκημα» β) «λεία». [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος συνδέεται με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» και ο οποίος πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως χηράμβη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”